- αὐτοουσία
- αὐτο-ουσία, ἡ,A full or perfect being, Plot.6.8.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐτοουσία — αὐτοουσίᾱ , αὐτοουσία full fem nom/voc/acc dual αὐτοουσίᾱ , αὐτοουσία full fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοουσίᾳ — αὐτοουσίᾱͅ , αὐτοουσία full fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοουσία — αὐτοουσία, η (AM) η αυθυπαρξία αρχ. τέλειο ον … Dictionary of Greek
αὐτοουσίαν — αὐτοουσίᾱν , αὐτοουσία full fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)